χαζράνιο

χαζράνιο
το, Ν
εκκλ. ράβδος που φέρει ο πατριάρχης κατά τις πένθιμες εκκλησιαστικές ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”